- πολύθυτος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό-θυτος, καλλί-θυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύθυτος — abounding in sacrifices masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθυτον — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem acc sg πολύθυτος abounding in sacrifices neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθύτοις — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθύτους — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθύτων — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)